- ἀμβλυῶττον
- ἀμβλυώσσωto be short-sightedpres part act masc voc sg (attic)ἀμβλυώσσωto be short-sightedpres part act neut nom/voc/acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμβλυώττω — ἀμβλυώττω και ώσσω (Α) 1. έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι αμβλύωπας 2. θαμπώνομαι, σαστίζω 3. (το ουδ. τής μτχ. τού ενεστ. ως ουσ.) τό ἀμβλυώττον ο αμβλυωγμός* 4. φρ. «ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς», θαμπώνομαι, τυφλώνομαι από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek